-
1 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
2 продажа
продаж||аж τό πούλημα, ἡ πούληση, ἡ πώλησις:оптовая (розничная) \продажа ἡ χονδρική (ή λιανική) πώλησις· купля· \продажа ἡ ἀγοραπωλησία· \продажа с аукциона ὁ πλειστηριασμός, ἡ δημοπρασία· пустить в \продажау βγάζω γιά πούλημα· поступить в \продажау ἀρχίζω νά πουλιέμαι. -
3 цеиа
цеи||аж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία:оптовая (розничная) \цеиа ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная \цеиа ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные \цеиаы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная \цеиа ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупа́ть по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая \цеиа ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в \цеиае́ φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в \цеиае ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать \цеиау разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной \цеиае́ σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой \цеиаой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· \цеиао́й жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в \цеиае τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому \цеиаы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош \цеиа δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе -
4 продажа
-и θ.πώληση•оптовая продажа χοντρική πώληση•
розничная продажа λιανική πώληση•
акт купли-продажи πράξη αγοραπωλησίας.
|| εμπόριο•в -у поступило много товаров στο εμπόριο ήρθαν πολλά εμπορεύματα•
пустить в -у βγάζω στο εμπόριο.